Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Ήταν 100 βήματα ως το τέλος της αλάνας. Μόλις ψέλλιζες το 100 τα πόδια σου βρίσκονταν ένα βήμα πριν το γκρεμό. Μεγάλη χαράδρα. Έτοιμη να σε καταβροχθίσει. Το χώμα ήταν ξερό εκείνες τις μέρες του Ιουλίου. Διξούσε για νερό ο ήλιος όμως έκαιγε τη ράχη του για πολλές ώρες. Οι λίγες σταγόνες ιδρώτα που πάσχιζαν να κρατηθούν από τη μύτη, τα χείλη, το σαγόνι του, απορροφούνταν μονομιάς από το χώμα όταν δεν τα κατάφερναν. Οι υπόλοιπες διέγραφαν δρομάκια στο λιτό πρόσωπό του. Δρόμους που ο ίδιος είχε βαδίσει πολλές φορές. Άλλους τρέχοντας, άλλους ρεμβάζοντας τ' αστέρια. Τα μάτια του είχαν τη λάμψη της νιότης τους κι όμως ήταν τόσο βαθιά...σα δυο πηγάδια ιλιγγοφόρα. Πιο πάνω τα φρύδια και τα μεγάλα βλέφαρά του, έκαναν αυτή τη λάμψη να φαίνεται σα την κλειδαρότρυπα ενός σκοτεινού δωματίου στο βάθος ενός φωτεινού διαδρόμου. Τα χείλη του διαγράφονταν απλά κάτω απ' τη διακριτική του μύτη. Χείλη μεστά, σαρκώδη αλλά στιφά. Οι γωνίες του προσώπου του περιέκλειαν αυστηρά τα όμορφα χαρακτηριστικά του. Ήταν σαν έτοιμες γροθιές για τυχόν εισβολείς. Τα δάκρυα όμως εξημέρωναν τις γροθιές εκείνες. Τις αποπλανούσαν και τις χάιδευαν. Τα χέρια του μαρτυρούσαν κ αυτά το νεαρό της ηλικίας τους. Απαλά χέρια. Χέρια παιδικά..χέρια απαίδευτα. Εκείνα τα χέρια.. Άλλοτε ενώνονταν κ έρχονταν μπροστά στα χείλη κι άκουγαν ψίθυρους ελέους. Ψίθυρους απόγνωσης, έρωτα, πόνου. Άλλοτε γρατσουνούσαν τις χορδές της πολυαγαπημένης του κιθάρας, βγάζοντας ήχους γνώριμους, παιδευμένων χρόνων, παιδευμένων αντρών. Κι άλλοτε, αντίκρυζαν τον ουρανό. Λιάζονταν στις ακτίνες του ήλιου καθώς στριφογύριζαν με τόση φόρα στην ελπίδα πως θα γίνουν φτερά και θα πετάξουν. Σ' εκείνη την αλάνα ήταν καθισμένος. Ο αέρας χάιδευε τα μάυρα ατιμέλητα μαλλιά του. Καθόταν ήρεμος στη μέση της και απολάμβανε τον καθαρό αέρα. Λίγο πιο πίσω, η πολυτρεγμένη Μπιούικ του '78. Οι ρόδες της, γυαλιστερά νύχια κάτω απ' τα φτερά της, είχαν τρέξει πολλές φορές. Πότε για καλό, πότε για κακό πότε για το άγνωστο... Ο άσπιλος ουρανός, κι ο ήλιος την έκαναν να μαρτυρά το πρόσφατο γυάλισμα της. Δεν του είχε ξεφύγει ούτε ένα τόσο δα σημείο. Είχε αφιερώσει αρκετή ώρα για να την κάνει πανέμορφη για τον θάνατό της. Το τιμόνι της έμοιαζε με λουλούδι μπροστά στα δερμάτινα καθίσματά της. Η μυρωδιά του πετρελαίου αναδυόταν στον αέρα. Είχε ποτίσει μια ολόκληρη ζωή μ' αυτό. Όλες οι αναμνήσεις που έφερε πάνω του αυτό το αυτοκίνητο μύριζαν τώρα πετρέλαιο. Τα καθίσματα, το τιμόνι, το παρμπρίζ, οι ρόδες. Όλα ήταν έτοιμα. Το σχοινί που κρατούσε στα χέρια τού φαίνονταν απαλό. Μεγάλο σχοινί. Του έδωσε ένα φιλί και σηκώθηκε γνωρίζοντας τι θα επακολουθούσε. Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του καθώς τέντωσε τα χέρια του ανάμεσα στις ηλιαχτίδες. Η σκιά του διαγράφηκε μάυρη στο χώμα και τα παπούτσια του σήκωσαν μερικά συννεφάκια σκόνης καθώς προχωρούσε προς το αυτοκίνητο. Κάθησε στο κάθισμα και ένα εντονότερο σύννεφο πετρελαίου αναδύθηκε στο παλιό σαλόνι της Μπιούικ. Έβγαλε από την τσέπη του τον αγαπημένο του zippo. Ο αναπτήρας αυτός είχε ανάψει τόσα τσιγάρα..μοναξιάς, έρωτα και πάλι πόνου. Τον έβγαλε και τον τοποθέτησε ανάμεσα στα δόντια του. Γύρισε το κλειδί και το αυτοκίνητο πήρε μπρος. Κατέβασε το χειρόφρενο.. Με το σχοινί αγκάλιασε όλο του το σώμα και το έδεσε όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Άφησε τον αναπτήρα να πέσει από το στόμα στο χέρι του που κάπως ξεπρόβαλε ανάμεσα στο σχοινί. Έκλεισε για λίγο τα μάτια και ονειρεύτηκε πως θα πετάξει. Πως τίποτα δεν τον κρατάει εδώ. Πως επιτέλους καταφέρνει να αποδράσει από τα χιλιάδες χέρια που τον έγδυναν σε μια κόλαση βρώμικη κι ανυπόφορη. Πως επιτέλους θα βγάλει φτερά και θα πετάξει. Μακριά. Στο πουθενά και στο παντού. Στο ποτέ και στο πάντα. Τι ανυπομονησία Θεέ μου.. Τι γλυκός ο ήχος του πετάγματος. Τι ηδονή. Χαμογέλασε με ακατανίκητη ανυπομονησία κ άνοιξε τα μάτια. Έτοιμος να πάρει όσα οι άλλοι δε θα έχουν ποτέ. Έτοιμος να φύγει. Ο αναπτήρας φύσηξε τη φλόγα του. Μια φλόγα, μια ζωή σ' αυτόν τον κόσμο. Μια ζωή μάταια. Ανάμεσα σε ματαιωμένους άνθρωπους. Σε μισάνθρωπους. Σε λασπωμένους αγγέλους. Τόσο λασπωμένους που ποτέ δεν θα πλυθούν. Τόσο συνήθισαν τη βρωμιά τους που δεν την βλέπουν καν. Εκείνος όμως την έβλεπε και δεν άντεχε να βλέπει κάτι τόσο όμορφο όσο η ζωή να γεμίζει βρωμιά, βρωμιά, βρωμιά. Πίεσε τό πόδι του στο γκάζι και η Μπιούικ μούγκρισε γεμάτη υποσχέσεις. Έριξε ένα βλέμμα στο κάθισμα του συνοδηγού. Τι πολυκοσμία.... Όλοι οι άνθρωποι που αντίκρυσαν ποτέ τα μάτια του, όλοι οι δυστυχισμένοι, αδαείς, αφελείς και λασπωμένοι βρίσκονταν σαν φωτογραφίες στο αποκορύφωμα της δυστυχίας, της ανιδεότητας, της αφέλειας, της λάσπης τους, βρίσκονταν όλοι εκεί. Σίγουρος ότι τους πήρε όλους μαζί του για να τους πετάξει στα βραχώδη καζάνια εκείνου του γκρεμού, πήρε μια βαθιά ανάσα και ανάγκασε την παλιά Μπιούικ του '78 να μουγκρίσει λίγες ακόμη φορές. Κι ύστερα, κοιτώντας απειλητικά τον ορίζοντα πίεσε το γκάζι και δεν το άφησε ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Κανένας δισταγμός. Το πόδι του πίεζε πάνω στο γκάζι όλη αυτή τη ζωή. Στα πρώτα μέτρα τα κολασμένα χέρια που τον κρατούσαν τέντωσαν μια τελευταία φορά τα δάχτυλα..αλλά εκείνος είχε ήδη φύγει πολύ μακριά. Λίγο πριν το χείλος, το κοφτερό τέλος του νήματος, άφησε τον αναπτήρα να πέσει από το χέρι του στα ποτισμένα πετρέλαιο καθίσματα της Μπιούικ. Πυροτεχνήματα. Πέταγμα. Φυγή. Τι γλυκό το πέσιμο... Τι γλυκό τ' ανέβασμα.. Πόσο κάτασπρα τα φτερά του ύψους.. Πόσο φως.. Πόσα ψηλά μωβ δέντρα στην ψυχή του... Πόσες κουρτίνες από χρυσές μπούκλες.. Πόση σιγή να κουκουλώνει τη θορυβώδη σύγκρουση με την πραγματικότητα. Πόση ανυπαρξία και πόση ουσία να αιωρείται πάνω απ' τις φλόγες. Όσο σκοτεινός κι αν είναι ο βυθός πάντα μπορούν κύκνοι να κολυμπούν από πάνω. Κ εκείνος πήρε επιτέλους μιαν άνασα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου