Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Τι δυστυχία κι όμως... Η ψυχή μου.. Η ψυχή μου είναι ξηρή..στείρα. Όλοι οι ήχοι, όλες οι εικόνες τυλιγμένες άτσαλα σε μια κορδέλα επαναληπτικότητας. Όλα ρηχά. Όλα πραγματικά. Χωρίς νόημα. Λες και το όνειρο είπε να κοιμηθεί κ εκείνο. Κ άφησε εσένα ξύπνιο μέσα σε τέσσερις τοίχους ίδιους μ' εκατομμύρια άλλους. Ούτε όνειρο σήμερα, ούτε κατάρα. Σαν τραγούδι πιάνου που πέζεται ξανά και ξανά με απίστευτη ταχύτητα. Κι εσύ δε μπορείς να ξεχωρίσεις τις νότες. Μοναδική διέξοδος να σκεφτώ κάπου που θα 'θελα να 'μαι. Ίσως στη μέση μιας μικρής θάλασσας. Ήρεμης. Ανάμεσα σε δυο βουνά. Με μια πανσέληνο να κρυφοκοιτάει πίσω απ' τις κορυφές. Να μπορούσα να πατάω πάνω στο νερό. Κι εκεί στη μέση της, μέσα σ' άσπρα υφάσματα να στριφογυρνώ σ' ένα όμορφο τραγούδι. Ίσως μετά να ξάπλωνα λίγο σ' ένα υγρό αγκάλιασμα και να χάζευα το φεγγάρι που πια θα με κοιτούσε κατάματα. Τι όμορφη ανυπαρξία. Αυτό όμως το καταραμένο το μυαλό σε ξυχρολούζει πάλι με την πραγματικότητα. Με το που έκλεινα τα μάτια ήξερα... Ότι η σκέξη θα 'ναι μόνο ένα ναρκωτικό που μόλις η επίρροιά του περάσει θα με προσγειώσει σε μια πραγματικότητα πιο ψυχρή απ' αυτή που άφησα. Κι αρχίζουν να φαίνονται πάλι όλοι οι άλλοι. Με τα χέρια τεντωμένα να προσπαθούν να μου πάρουν ότι μπορούν. Εύχομαι να μπορούσα να τους προσκαλέσω όλους "σπίτι μου". Θα τους άφηνα να με ανοίξουν και να πάρει ο καθένας από ένα μικρό, χρυσό, φανταχτερό δωράκι και να το έβαζαν μέσα τους.
Μη με κρίνετε. Δε ξέρω τίποτα. Ή ξέρω πολύ λίγα. Είναι όμως τα πιο όμορφα λίγα που έχω δει ποτέ να ξέρει άνθρωπος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου