Δευτέρα 18 Μαΐου 2009

Καθόταν ήρεμος στην κουζίνα και έτρωγε φρυγανιές με βούτυρο και μέλι.Θα μπορούσε να φάει μια ντουζίνα από τέτοιες.Ήταν μια ζεστή μέρα."Χρυσόσκονη παντού" σκέφτηκε."Τι ωραία θα ταν να χα μια κουρτίνα από μπούκλες".Έκανε μια παύση στο μυαλό του.Σκεφτόταν πως αυτό δεν ήταν σωστό.Οι μπούκλες θα λαμπύριζαν στον ήλιο και αν και το σκοτάδι σε γλυτώνει από μεγάλα ποσά πόνου,κάθε φορά που θα έκλεινε τα μάτια του θα εξαφάνιζε την χρυσόσκονη που καλώς ή κακώς ήταν το ναρκωτικό του.Μια ακόμη παύση.Μεγαλύτερη αυτή τη φορά."Δεν θα χεις τα λογικά σου" είπε αυστηρά στον εαυτό του και με μια απότομη κίνηση απελπισίας και τραγελαφικότητας έριξε το βάζο με το μέλι κι εκείνο άρχισε να κυλά αργά-αργά κι ο ήχος του αντηχούσε σαν φτερούγισμα..."Για πού πετάς;" σκεφτόταν και δεν βλεφάρισε μέχρι αυτό να σταματήσει στην άκρη του τραπεζιού και το μέλι να αρχίσει να ρέει στο πάτωμα.Σηκώθηκε χωρίς βιασύνη από την καρέκλα και ξάπλωσε στο πάτωμα παρακολουθώντας την γλύκα να συσσωρεύεται.Παρέμβαλε τα δάχτυλά του στη ροή λες και προσπαθούσε να κοιμίσει ένα μωρό.Χαμογέλασε."Να βυθίζεσαι σε μια λίμνη από μέλι.Αυτό θα ταν ευτυχία" σκέφτηκε και λίγο πριν πνιγεί βυθίστηκε στην ασφάλεια του σκοταδιού του.Κάτι που του ήταν τόσο γνώριμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου